-
1 χρῡσ-ήρης
χρῡσ-ήρης, ες, mit Gold befestigt, goldgefügt, aus Gold gearbeitet, Eur. πόλος, οἶκος, Ion 159. 1159, ναῶν ϑριγκοί I. T. 129.
-
2 χρυσηρης
-
3 χρυσήρης
χρῡσ-ήρης, ες,A furnished or decked with gold, golden, (lyr.); Ἄρκτος στρέφουσ' οὐραῖα χρυσήρη πόλῳ ib. 1154;ναῶν θριγκοί Id.IT 129
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσήρης
-
4 θριγκός
θριγκός, ὁ, nach VLL. ἡ στεφάνη τῶν τοίχω; neben τοῖχος Od. 17, 266, ἐπήσκηται δέ οἱ αυλη τοίχῳ καὶ ϑριγκοῖσι, Schol. περιβόλοις; nach Eur. Or. 1585 = γεῖσον, die überstehende Mauerzinne; nach Hesych. ruht auf ihr das Dach; so wohl auch Od. 7, 87 zu nehmen, wenn der Vers nicht eingeschoben, s. Nitzsch; λάϊνοι ϑριγκοὶ δόμων Eur. El. 1151, wie ναῶν χρυσήρεις ϑρ. I. T. 129; dah. vom Einsturze des Hauses ϑριγκὸν εἰςιδεῖν δόμων πιτνόντα, 47; Arist. phys. 7, 3. – Uebh. Umfriedigung, Zaun, Eur. Ion 1321 Ar. Th. 58 u. bes. Plut. u. a. Sp., wie Paus. 1, 42, 8. – Uebertr., ἆρ' οὖν δοκεῖ σοι ὥσπερ ϑρ. τοῖς μαϑήμασιν ἡ διαλεκτικὴ ἐπάνω κεῖσϑαι, gleichsam Schlußstein, Gipfel, Plat. Rep. VII, 534 e; vgl. Eur. Troad. 489 τὸ λοίσϑιον δὲ ϑρ. ἀϑλίων κακῶν, δούλη γραῦς Ἑλλάδ' εἰςαφίξομαι.
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский